ποντικότρυπα

ποντικότρυπα
η, Ν
η τρύπα που οδηγεί στη φωλιά τού ποντικού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποντικότρυπα — η η τρύπα στην είσοδο της φωλιάς του ποντικού, η φωλιά του ποντικού: Ποντικός δε χωρούσε στην ποντικότρυπα, έσερνε και κολοκύθα (παροιμ., για όσους καταπιάνονται με έργα ανώτερα από τις δυνάμεις τους) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διέκδυσις — διέκδυσις, η (AM) [διεκδύω] 1. μέσο διαφυγής 2. τέχνασμα, υπεκφυγή 3. φρ. «διέκδυσις μυών» ποντικότρυπα …   Dictionary of Greek

  • μυοδόχος — και ιων. τ. μυοδόκος, ον (Α) 1. αυτός που δέχεται, που κρύβει ποντίκια 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μυοδόχος η τρύπα τής φωλιάς τού ποντικού, η ποντικότρυπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + δόχος / δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόχος] …   Dictionary of Greek

  • μυωνιά — μυωνιά, ἡ (Α) 1. ποντικοφωλιά, ποντικότρυπα 2. (υβριστικά) κοινή γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυών, γεν. πληθ. τού μῦς «ποντικός» + κατάλ. ιά (πρβλ. ἰων ιά < ἴον)] …   Dictionary of Greek

  • μυωξία — μυωξία, ἡ (ΑΜ) [μυωξός] (κατά τον Ησύχ. και κατά το λεξ. Σούδα) υπόγεια φωλιά ζώου και ιδίως ποντικού, ποντικότρυπα, ποντικοφωλιά …   Dictionary of Greek

  • οπή — η (ΑΜ ὀπή, Α δωρ. τ. ὀπά) άνοιγμα ή κοίλη εσοχή σε κάποιο σώμα, τρύπα νεοελλ. 1. (ηλεκτρον.) θετικά φορτισμένη περιοχή στη ζώνη σθένους ενός ατόμου, η οποία δημιουργείται κατά τη μετακίνηση ενός ηλεκτρονίου από τη ζώνη σθένους προς τη ζώνη… …   Dictionary of Greek

  • τρώγλη — η, ΝΜΑ, και τρῶγλα Α 1. κοιλότητα γης, φυσική ή τεχνητή, σπηλιά 2. φωλιά ζώου νεοελλ. μτφ. ανήλιος, ανθυγιεινός και στενόχωρος τόπος κατοικίας («είναι τόσο φτωχός ώστε ζει σε μια τρώγλη») αρχ. 1. οπή σε τοίχο ή σε ύψωμα, ποντικότρυπα 2. οπή σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”